30 χρόνια χωρίς τον Σένα: Ο πολικός αστέρας μιας γενιάς

Ήταν μια πολύ ζεστή μέρα, εκείνη η Κυριακή του Σεπτεμβρίου του 1992.

Ήταν σαν το καλοκαίρι να παραγκώνιζε πεισματικά το Φθινόπωρο, ένας παρατεταμένος Αύγουστος, ψήνοντας τα τσιμέντα στις πλευρές των στενών σε όλο το δρόμο από τη λεωφόρο Μεσογείων μέχρι τις ασάλευτες ακακίες στο πάρκο της σχολής της πρώην Χωροφυλακής.

Και μαζί με τη ζέστη ήταν σαν να έπλεε ακόμα κι η ραστώνη του Αυγούστου μέσα στη γαλήνη του κυριακάτικου μεσημεριού, γειτονιές έρημες χωρίς ανθρώπους στα πεζοδρόμια, άηχες, και μπαλκόνια όπου καμιά φορά παιχνίδιζε μια κουρτίνα ή ένα σεντόνι απλωμένο στο σχοινί στις σπάνιες αδύναμες πνοές του λίβα.

Κι η ραστώνη κι η γαλήνη εκείνου του αποσήμερου διαλύθηκε για λίγο από δύο εφήβους που περπατούσαν στο πεζοδρόμιο και φώναζαν ρυθμικά το όνομα του Άιρτον Σένα, που μόλις είχε κερδίσει στη Μόντσα με τη McLaren-Honda, ώσπου οι ρυθμικές τους φωνές άρχισαν να χάνονται στα στενά και να εξασθενεί η έντασή τους - κι η ησυχία εξαπλώθηκε ξανά.

Τώρα πια που όλα έχουν ειπωθεί κι έχουν γραφτεί για τον Άιρτον, 30 χρόνια μετά την πρόσκρουση της καταρραμένης Williams στην Ταμπουρέλο την Πρωτομαγιά του 1994, τώρα πλέον αυτό που απομένει είναι το προσωπικό βίωμα. Kάθε μεμονωμένο και ιδιαίτερο προσωπικό βίωμα.

Τριάντα χρόνια μετά την ημέρα που έφυγε ο Σένα, τώρα που τα μαλλιά των δύο εφήβων γκριζάρουν, με τρόπο που δεν φαντάζονταν τότε ότι θα γκριζάριζαν, με τρόπο που τα μαλλιά του Άιρτον δεν θα γκριζάρισαν ποτέ, αυτό που μένει είναι το προσωπικό βίωμα. Μια παιδική, χαμένη πατρίδα.

Η ερμηνεία του βιώματος αυτού, στα 30 χρόνια ωρίμανσης του τότε εφήβου, πάει παραπέρα από τον αγωνιστικό ηρωισμό του Άιρτον που τον έκανε τόσο ελκυστικό, τόσο θαυμαστό στα μάτια ενός εφήβου που δεν είχε ακόμα την ικανότητα αντίληψης για πολλά περισσότερα από αυτό.

Σε όλα αυτά τα τριάντα χρόνια έκτοτε, κάθε φορά που έφερνε η μνήμη μπροστά στα μάτια τις εικόνες εκείνης της Κυριακής του Σεπτεμβρίου του 1992, γινόταν όλο και πιο ξεκάθαρο τι ακριβώς συνέβαινε τη μέρα εκείνη.

Συνέβαινε κάτι ιερό: ο Άιρτον, σαν ο πιο επιδέξιος τεχνίτης του ακατέργαστου ξύλου, λάξευε τον χαρακτήρα μας. Τον λάξευε με τον τόσο ξεχωριστό τρόπο με τον οποίο μιλούσε, ήρεμο, κυκλωμένο από ένα μυστηριώδες χάρισμα, και με την πιο ισχυρή αυτοπεποίθηση που θα μπορούσες να φανταστείς.

Μπορούσες να νιώσεις, να το καταλάβεις παρά την αφέλεια εκείνης της ηλικίας, ότι είχες βρει ένα πολικό αστέρα με τον οποίο μπορούσες πλέον να στρίβεις το καράβι σου. Ή, τουλάχιστον, έναν από τους πρώτους πολικούς σου αστέρες.

Το ένιωθες, ακόμα και σε εκείνη την ηλικία, ότι ευχαρίστως άφηνες να σε διαμορφώσει, να σε πλάσει - καταλάβαινες ότι κατάφερες να εντοπίσεις κάτι αληθινά αξιόλογο, ένα διαμάντι ανάμεσα στα σκουπίδια που ήδη είχαν αρχίσει να μαζεύονται τριγύρω, και που σήμερα πια μας έπνιξαν. Κι αυτός ο πολικός αστέρας άνοιξε το δρόμο για επόμενους, μακρινότερους, που θα χαρτογραφούσες βαθύτερα στο σύμπαν σου.

Ο Άιρτον δεν ήταν άγιος, αλλά στάθηκε σκληρός μόνο απέναντι στους διαβόλους που βρέθηκαν στο διάβα του. Για εμάς, και για τόσα εκατομμύρια παιδιά στη Βραζιλία, ήταν ένας σαμάνος. Δεν υπήρξε ένας απλός οδηγός αγώνων. Πέρασε σε κάτι βαθύτερο, κάτι ζωτικής σημασίας, κι εδώ βρίσκεται ο λόγος για τον οποίο ο Άιρτον «ζει» μετά από 30 χρόνια.

Οπότε, παρακάτω θα εξετάζουμε όχι τόσο τη θαυμαστή του καριέρα, αλλά το πώς έζησε, και γιατί η επίδρασή του ήταν τέτοιας ατομικής ισχύος που τον κάνει αθάνατο, τώρα και για πάντα.

Το νησί στη θάλασσα της εξαθλίωσης

Ο Άιρτον είχε εκ πρώτης όψεως τη μορφή ενός ήρωα, με τον τρόπο που τον είχε και ο επίσης πρόωρα χαμένος Ζιλ Βιλνέβ: ένας ατρόμητος ακροβάτης στο σχοινί, με θεόσταλτο ταλέντο, με θεϊκό κοντρόλ του αυτοκινήτου απέναντι στα σαγόνια του χάροντα, κι έπειτα έξω από το αυτοκίνητο ένας άνδρας όπου κάθε του λέξη έμοιαζε να καίει σαν αναμμένο κάρβουνο.

Αυτό τον καθιστούσε αμέσως ελκυστικό στα μάτια ενός εφήβου. Όμως, το σημαντικότερο είναι πως όλα αυτά συνέβαιναν σε έναν κόσμο αποκομμένο από την πραγματικότητα, σε έναν κόσμο πλούτου, στην αντίθετη πλευρά του πλανήτη από τις βραζιλιάνικες φαβέλες ή ακόμα και από εκείνη την πυκνοκατοικημένη γειτονιά της Αθήνας.

Και σε εκείνον τον κόσμο της Formula 1, του πλούτου, της ευζωΐας των λίγων και εκλεκτών, ο Σένα έλεγε πως «οι εύποροι δεν μπορούν να ζουν σε ένα νησί που κυκλώνεται από μια θάλασσα εξαθλίωσης. Όλοι αναπνέουμε τον ίδιο αέρα. Πρέπει να δώσουμε μια ευκαιρία σε όλους, τουλάχιστον μία βασική ευκαιρία».

Αυτό διαμόρφωνε αμέσως, για έναν έφηβο που δεν είχε ακόμα ανακαλύψει βαθύτερα λογοτεχνικά ή μουσικά μονοπάτια, μια στιβαρή βάση για να μπορέσει μετέπειτα να τα ανακαλύψει. Η στιβαρή βάση ήταν πως όλοι αναπνέουμε τον ίδιο αέρα. Αυτό είναι κάτι θεμελειώδες να το μαθαίνεις σε μικρή ηλικία.

Είπε, επίσης, ο Σένα: «Είμαι πολύ προνομιούχος. Πάντοτε είχα πολύ καλή ζωή. Αλλά όσα άντλησα από τη ζωή αποκτήθηκαν μέσω της αφοσίωσης και της τρομερής μου επιθυμίας να πετύχω τους στόχους μου. Από μια σπουδαία επιθυμία να κερδίσω, εννοώ να κερδίσω στη ζωή μου, όχι ως οδηγός.

Όποιος κι αν είσαι, όποια κι αν είναι η κοινωνική σου θέση, πλούσιος ή φτωχός, πάντα να δείχνεις μεγάλη δύναμη και αποφασιστικότητα, και πάντα να κάνεις το οτιδήποτε με πολλή αγάπη και βαθιά πίστη στο Θεό. Μια μέρα θα πετύχεις το στόχο σου».

Βλέπουμε γιατί ο Άιρτον μνημονεύεται τόσο πολύ και τόσο συχνά από τον Λιούις Χάμιλτον. Ο Λιούις υπήρξε το ζωντανό παράδειγμα των λεγόμενων του Σένα: έφτασε στην κορυφή του κόσμου ξεκινώντας από μια δύσκολη και ταπεινή ζωή στο αποκομμένο Στίβενεϊτζ του Λονδίνου, και βρίσκοντας το θάρρος μέσα στην παιδική του συστολή να πει στον Ρον Ντένις (διευθυντή της McLaren) ότι μία μέρα θα οδηγήσει για την ομάδα του.

Βλέπουμε, επίσης, το Instituto Ayrton Senna. Το όνειρο του Άιρτον, που πραγμάτωσε η αδερφή του Βιβιάνε Σένα μετά την Πρωτομαγιά του '94, δεν ήταν ποτέ ένας οργανισμός ελεημοσύνης, αλλά ένας μηχανισμός που προσέφερε ακριβώς αυτό που χρειαζόταν μια προβληματική κοινωνία: βελτίωνε ραγδαία τις συνθήκες μόρφωσης των μικρών Βραζιλιάνων, σε σκοπό να αποδράσουν από τις φαβέλες. Τους έδινε μια ευκαιρία, τουλάχιστον μια βασική ευκαιρία.

Το Ινστιτούτο προετοιμάζει πάνω από 60.000 δασκάλους, καθηγητές και διευθυντές του χρόνο, και πάνω από 2 εκατομμύρια παιδιά σε πάνω από 1.300 περιοχές της Βραζιλίας καρπώνονται την εκπαίδευση αυτή των δασκάλων τους. Τελικός σκοπός είναι να είναι σε θέση να ανταποκριθούν στο μέλλον στα επαγγελματικές, οικονομικές, πολιτισμικές και πολιτικές απαιτήσεις του καιρού τους.

Το Instituto Ayrton Senna χτυπά απευθείας στην καρδιά του προβλήματος: της ελλιπούς ή καθόλου μόρφωσης των μισών από τα 50 εκατομμύρια παιδιά της Βραζιλίας - πρόβλημα από το οποίο εκπορεύονται οι ανισότητες και η φτώχεια στη χώρα.

Περίπου 20 εκατομμύρια μικροί Βραζιλιάνοι έχουν επωφεληθεί από το πρόγραμμα του Ινστιτούτου Άιρτον Σένα. Ρίχνει εκατομμύρια σωσίβια στη θάλασσα της εξαθλίωσης, κάνει πράξη τον λόγο του Σένα.

Η Βιβιάνε λέει σήμερα πως ο σκοπός του Ινστιτούτου ήταν ανέκαθεν «να εξελίσσουμε πλήρως τους ανθρώπους σε μεγάλη κλίμακα και με μεγάλη αποδοτικότητα ώστε η Βραζιλία να γίνει μια χώρα για όλους, και όχι μόνο για τους λίγους. Όλα εξαρτώνται από την ποιότητα της εκπαίδευσης που λαμβάνουν όλοι οι άνθρωποι».

Πετώντας ψηλά

Ο Άιρτον δρούσε στο κόκπιτ απόλυτα παραδομένος στο συναίσθημα. Σε αντίθεση με τον Αλέν Προστ, ο οποίος εκπλήρωνε έναν σοφά υπολογισμένο αγώνα χωρίς να κινείται ποτέ ούτε ένα δέκατο ταχύτερα από όσο χρειαζόταν, ο Άιρτον ήταν παραδομένος σε μια ασυγκράτητη επιθυμία να δείχνει σε όλο τον κόσμο το όλο και υψηλότερο επίπεδο στο οποίο ήταν ικανός να ανέβει.

Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν το τριήμερο στο Μονακό το Μάιο του 1988. Είχαν, οι Σένα-Προστ, τις δύο McLaren-Honda. Στις δοκιμές κατάταξης της προηγούμενης ημέρας, συνέβη κάτι που μάλλον δεν άνηκε σε αυτό τον κόσμο: «Όλο το σιρκουί για μένα ήταν ένα τούνελ. Πήγαινα και πήγαινα, ήμουν πολύ πάνω από το όριο κι όμως μπορούσα να βρω ακόμα περισσότερη ταχύτητα», εξήγησε αργότερα.

Όταν γύρισε στα πιτς παραδέχθηκε ότι ο εαυτός του τον είχε «φοβίσει». «Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι δεν οδηγούσα πια το αυτοκίνητο συνειδητά. Το οδηγούσα με ένα είδος ενστίκτου, βρισκόμουν σε μια διαφορετική διάσταση», είπε. Δεν είχε κατανοήσει απόλυτα τι αισθανόταν στην πίστα, δεν το είχε ζήσει ποτέ ξανά.

Είχε σταματήσει το χρονόμετρο, για την πολ ποζίσιον, 1,4 δευτερόλεπτα ταχύτερα από τον Αλέν Προστ, με ακριβώς ίδιο μονοθέσιο και ελαστικά. Ακόμα και ο Γάλλος παραδέχθηκε έπειτα πως η επίδοση του Άιρτον ήταν “φανταστική, δεν υπάρχει άλλη λέξη για αυτήν”.

«Προσέγγισε τις κατατακτήριες σαν μια θρησκευτική εμπειρία» είπε χρόνια μετά ο τότε εργαζόμενος της McLaren Τζο Ραμίρεζ, «δεν έχω δει ποτέ αυτοσυγκέντρωση σαν αυτή. Μπήκε μέσα σε ένα παραλλήρημα».

Κι έπειτα, την άλλη μέρα, ήρθε ο αγώνας: ο Σένα ήταν 40 δευτερόλεπτα μπροστά από όλους, απέμεναν εντεκάμισι γύροι για την καρό σημαία, και ξαφνικά όλα χάθηκαν σε μια στιγμή στη μπαριέρα της Portier.

Η McLaren έστεκε εκεί, με σπασμένη ανάρτηση, με τον κινητήρα σβησμένο, κι ο Άιρτον πίσω από τη μπαριέρα είχε βγάλει το κράνος και τη μπαλακλάβα του, προσπαθώντας να διαχειριστεί την απότομη και άγρια εισβολή των συναισθημάτων του. Προσπαθώντας να τα συγκρατήσει, έφυγε άμεσα και απεγνωσμένα για το διαμέρισμά του στη Λεωφόρο Πργκίπισας Γκρέις.

Πώς μπορεί να συνέβη κάτι τέτοιο; Πώς μπορεί να συνέβη εκεί, εκείνο το τριήμερο, που ο Άιρτον βρισκόταν σε έναν άλλον, υποσυνείδητο κόσμο, χωρίς να απειλείται από κανέναν, σε ένα σιρκουί που ήταν κυρίαρχος κάθε εκατοστού του;

Τίποτα δεν ήταν απλό για τον Άιρτον. Η πνευματικότητα και η οδήγηση μπλέκονταν μέσα του με έναν τρόπο που άνοιγαν πόρτες σε μια άλλη διάσταση, σε μία διάσταση όπου η αίσθηση του ελέγχου και της ταχύτητας ήταν τόσο ζωντανή, τόσο χειροπιαστή, και η επιθυμία να ανέβεις σε όλο και υψηλότερα όρια ήταν τόσο ορμητική και λυσσαλέα.

Μίλησε για εκείνη την ημέρα, αυτού του όχι τόσο ελεγχόμενου οδηγικού παραλληρήματος στις κατατακτήριες του Μονακό, τρία χρόνια μετά στον θρυλικό δημοσιογράφο Ντένις Τζένκινσον: «Οδηγούσα σχεδόν με έναν υποσυνείδητο τρόπο. Δεν μπορούσα να το αντιμετωπίσω με έναν τρόπο που θα μπορούσα να τον πω εύκολο... Και σταμάτησα. Και δεν είπα ποτέ τίποτα σε κανέναν».

Ο Τζένκινσον τον ρώτησε αν βίωσε κάτι αντίστοιχο έκτοτε: «Σε τέτοια ένταση, όχι. Αλλά σε λίγο χαμηλότερο επίπεδο... Δεν υπάρχει λόγος να ξαναπάω εκεί, πια. Ξέρω κάποιους από τους λόγους που ανέβηκα σε αυτά τα όρια, διότι ήθελα να κάνω όλο και περισσότερα, όλο και καλύτερα, κι αυτό με ωθούσε όλο και πιο μακριά. Η επιθυμία να πάω πιο μακριά ήταν τόσο μεγάλη».

Είναι προφανές για ποιο λόγο ο Άιρτον άγγιζε με περισσότερη ευαισθησία όσους τον παρακολουθούσαν, σε σχέση με έναν οδηγό που έκανε μόνο ό,τι χρειαζόταν για να κερδίσει, υπολογίζοντας τα πάντα εκ των πρωτέρων και διατηρώντας τον έλεγχο του εαυτού του με στρατιωτική πειθαρχία. Αυτό μπορεί να άγγιζε κάποιους άλλους από τους θεατές.

Αλλά για τον Σένα η νίκη, παρότι ζωτικής σημασίας, έμοιαζε να μην είναι ο τελικός προορισμός. “Αγγίζεις το όριο, αλλά κάτι συμβαίνει και ξαφνικά μπορείς να πας λίγο πιο μακριά. Με τη δύναμη του μυαλού σου, την αποφασιστικότητά σου, το ένστικτό σου, και την εμπειρία επίσης, μπορείς να πετάξεις πολύ ψηλά”.

Αυτός ήταν ο προορισμός. Να πετάξεις όσο πιο ψηλά μπορείς. Δηλαδή όχι για να ανέβεις στη σκάλα της επιτυχίας ή να κερδίσεις δόξα ή πλούτη, αλλά για να σκάβεις όλο και βαθύτερα μέσα σου. Να γίνεσαι όλο και καλύτερος, να πας σε μέρη που κανείς άλλος δεν έχει πάει. Δεν ήταν, αυτή, μια πολύ σημαντική επιρροή, για έναν έφηβο;

«Πιστεύω στην ικανότητα να αφοσιώνεσαι απόλυτα σε κάτι, καθότι μετά μπορείς να αντλήσεις περισσότερα από αυτό. Ήταν έτσι σε όλη μου τη ζωή, έπρεπε απλά να το βελτιώνω, να μαθαίνω όλο και περισσότερα, και σχεδόν δεν υπάρχει τέλος σε αυτό. Όσο προχωράς βρίσκεις όλο και περισσότερα. Είναι πολύ ενδιαφέρον, είναι συναρπαστικό.

Διαρκώς πάω πιο πέρα, και πιο πέρα μαθαίνοντας τα όριά μου, τα όρια του σώματός μου, τα ψυχολογικά όρια. Είναι ένας τρόπος ζωής για μένα. Δεν ξέρω άλλο τρόπο να οδηγώ, παρά μόνο ρισκάροντας», θα έλεγε ο Άιρτον. Κι αυτός, σε αντίθεση με μια καλά υπολογισμένη ρουτίνα, είναι ένας καλός τρόπος ζωής να ακολουθείς.

Αδικία και δικαιοσύνη

Ο Άιρτον Σένα υπήρξε πολύπλοκος - ίσως ο πιο πολυσύνθετος χαρακτήρας που βρέθηκε ποτέ στο κόκπιτ μιας F1. Δεν άφηνε περιθώριο στον παραμικρό συμβιβασμό, και τόσο εντός όσο και εκτός πίστας μπορούσε να είναι απολύτως άκαρδος αν έκρινε ότι το απαιτούσαν οι συνθήκες.

Όμως, υπάρχει μία σημαντική διαφορά: ήταν σκληρός και άκαρδος απέναντι σε ανθρώπους από τους οποίους ο ίδιος λάμβανε άδικη ή προκλητική αντιμετώπιση. Ταυτόχρονα, σε άλλους, μπορούσε να είναι απρόσμενα γλυκός και αφοπλιστικός.

«Ο άνδρας που κυριολεκτικά μπορούσε να ωθήσει έναν αντίπαλό του έξω από την πίστα, μπορούσε επίσης να δακρύσει όταν δεχόταν ένα μικρό δώρο από έναν ντροπαλό του θαυμαστή», θα έγραφε ένας άλλος διακεκριμένος Βρετανός δημοσιογράφος, ο Νάιτζελ Ρόμπακ.

Στη Σουζούκα, στη μάχη του τίτλου του 1990, ο Άιρτον Σένα προσέκρουσε στην πρώτη στροφή του αγώνα στη Ferrari του Αλέν Προστ και τον παρέσυρε εκτός πίστας, στην αμμοπαγίδα, και εκτός αγώνα. Η τηλεμετρία έδειξε ότι, με 250 km/h, δεν σήκωσε ποτέ το γκάζι. Το παραδέχθηκε και ο ίδιος ο Βραζιλιάνος, λίγους μήνες αργότερα.

Είναι εύκολο να φανταστεί κανείς τις τραγικές επιπτώσεις που θα μπορούσε να είχε κάτι τέτοιο, τόσο για τον Βραζιλιάνο και τον Γάλλο όσο και για τους 24 οδηγούς που ακολουθούσαν. Ο Προστ ήταν έξαλλος: «Ο Άιρτον είχε τους κανόνες του, πίστευε σε αυτούς, και αυτό ήταν όλο. Στο δικό του μυαλό είχε πάντα δίκιο, εντός και εκτός πίστας. Όχι, δεν μου άρεσαν πολλά από όσα έκανε», θα έλεγε ο Προστ.

Ξαφνικά, ο Άιρτον αποκάλυψε την πιο ακραία, την πιο τρομακτική του πλευρά. «Ήταν εκείνη την ημέρα», είπε ο Τζο Ραμίρεζ, «που συνειδητοποίησα ότι ο Άιρτον ήταν ικανός να κάνει οτιδήποτε ήταν απαραίτητο για να κερδίσει τον τίτλο. Ο Ρον [Ντένις] ήταν ο μόνος από τη McLaren που τον συνεχάρη».

Ο Προστ την ίδια μέρα προσπάθησε να μείνει συγκρατημένος: «Εντάξει, κέρδισε τον τίτλο και καλά έκανε. Αλλά αν αυτό που έκανε είναι αποδεκτό, τότε οι αγώνες είναι τελειωμένοι, πέθαναν. Αυτό υποτίθεται ότι είναι ένα σπορ, όχι πόλεμος...».

Δεν μπορούσες να αδικήσεις κανέναν από αυτούς. Όμως, υπάρχουν και ορισμένες άλλες πτυχές σε αυτό που συνέβη: όταν, την προηγούμενη μέρα από το συμβάν, ο τότε πρόεδρος της FISA -ο Γάλλος- Ζαν-Μαρί Μπαλέστρ επέμενε ότι η πολ ποζίσιον του Σένα έπρεπε να μείνει στη βρώμικη δεξιά πλευρά της πίστας, αυτό παρέμενε ένα σπορ;

Όταν, ακριβώς έναν χρόνο νωρίτερα, ο Σένα τιμωρήθηκε για τη σύγκρουση με τον Προστ στη Σουζούκα με την απώλεια της νίκης και του πρωταθλήματος που κατέκτησε στην καρό σημαία, με πρόστιμο και με εξάμηνο αποκλεισμό, αυτό παρέμενε ένα σπορ;

Είναι προφανές ότι μια τόσο επικίνδυνη και άγρια αντίδραση σε μια αδικία είναι απαγορευτική - τελεία και παύλα. Δεν δικαιολογείται. Όμως, κάπου εκεί στο βάθος, κρυβόταν η απόλυτη πεποίθησή του Άιρτον ότι οφείλεις στον καθένα συμπεριφορά ανάλογη αυτής που λαμβάνεις, και ότι δεν υπάρχει κανένας νόμος που να σε αναγκάζει να δεχθείς την αδικία. Δεν πρέπει να σηκώνεις μύγα στο σπαθί σου, με λίγα λόγια.

Επίσης, υπάρχει και κάτι ακόμα: δύο χρόνια μετά, στις ελεύθερες δοκιμές του Βελγικού GP του 1992, ο Άιρτον ήταν ο ίδιος οδηγός που βρέθηκε πρώτος στο πλάι του Ερίκ Κομά όταν ο Γάλλος έχασε τον έλεγχο της Ligier του στη στροφή Blanchimont του Σπα, προσέκρουσε στις μπαριέρες και έμεινε μέσα στο κόκπιτ έχοντας χάσει τις αισθήσεις του.

Σε μια κίνηση που σήμερα θα έμοιαζε εξωφρενική, ο Σένα σταμάτησε τη McLaren του στο σημείο του ατυχήματος, έλυσε τις ζώνες του και έτρεξε να προσφέρει τις πρώτες βοήθειες στον Γάλλο - ενόσω τα άλλα μονοθέσια διέσχιζαν την πίστα.

Αμέσως ο Βραζιλιάνος έσβησε τον κινητήρα της Ligier, και κράτησε το κεφάλι του σε όρθια θέση μέχρι να έρθει η άμεση επέμβαση της ιατρικής ομάδας του Δρ. Σεντ Ουότκινς.

«Δεν θυμάμαι τίποτα μετά την πρόσκρουσή μου στις μπαριέρες» είπε, δεκαετίες μετά, ο Κομά. «Ο εμπρός αριστερός τροχός με χτύπησε κατευθείαν στο κεφάλι και με έβγαλε νοκ-άουτ όπως στο μποξ, ενώ το αυτοκίνητο έμεινε ακινητοποιημένο στη μέση της πίστας. Όμως, συναίσθητα συνέχισα να πιέζω το γκάζι.

Ήμουν αναίσθητος και γκάζωνα σαν τρελός. Ο Άιρτον έφτασε και αμέσως άκουσε τον τρελό ήχο του κινητήρα, που ούρλιαζε στις 8.000 στροφές. Σταμάτησε το δικό του αυτοκίνητο, βγήκε από το κόκπιτ και ρισκάροντας τη ζωή του ήρθε και έσβησε τον κινητήρα μου.

Ακόμα και με τις κίτρινες σημαίες, η πίστα ήταν ακόμα πολύ επικίνδυνη, αλλά έψαξε το διακόπτη που κλείνει το ηλεκτρικό κύκλωμα και έτσι απέτρεψε τη φωτιά ή ακόμα και την έκρηξη του κινητήρα. Μετά την πρόσκρουση υπήρξε διαρροή καυσίμων, οπότε το ρίσκο ήταν μεγάλο. Σε λίγα δευτερόλεπτα μπορεί να γινόταν η έκρηξη. Οπότε ο Άιρτον Σένα μου έσωσε τη ζωή, ναι», κατέληξε ο Γάλλος.

Το χάρισμα

Κάποια μέρα του ‘83, στη βρετανική Formula 3, ο Άιρτον τέθηκε επικεφαλής του αγώνα του Σίλβερστοουν ώσπου προσεγγίζοντας τη στροφή Woodcote διαπίστωσε μια μεγάλη επιφάνεια τσιμεντόσκονης που έριξαν οι οργανωτές για τα λάδια που είχαν πέσει από το σπασμένο μοτέρ ενός δεινοσαύρου Jaguar Mk7 λίγες ώρες νωρίτερα.

Ο Σένα δεν άφησε ποτέ το γκάζι της λευκής του Ralt, και με ένα τίναγμα της ουράς της χάθηκε μέσα στην τσιμεντόσκονη από τους διώκτες του που προσπαθούσαν να διαγνώσουν την πρόσφυση στο σημείο εκείνο. Κέρδισε 1-2 δευτερόλεπτα, αλλά το κυριότερο ήταν πως έδειξε την τόλμη, ένα θράσος που συνόρευε με την αλαζονεία, ότι είχε τα πάντα υπό έλεγχο.

Το χάρισμα θα έκανε ηχηρά την εμφάνισή του στο Μονακό το 1984, όπου έφτασε υπό βροχή με την αδύναμη Toleman να απειλεί για τη νίκη τον Προστ πριν ο αγωνοδίκης Τζάκι Ιξ διακόψει τον αγώνα, αλλά κυρίως στην Πορτογαλία του 1985, που θα έπαιρνε την πρώτη του νίκη - οδηγώντας πλέον για τη Lotus.

«Ζούμε τον Βιλνέβ και πάλι, έτσι δεν είναι; Έναν οδηγό αγώνων που είναι μπροστά από το αυτοκίνητό του» έγραφε ο Τζένκινσον τότε. Ο Άιρτον κέρδισε μια ασύλληπτης δεξιότητας νίκη στη βροχή, που μάλιστα ο ίδιος έβαζε μπροστά από το “θαύμα” του -επίσης βροχερού- Ντόνινγκτον ‘93 που πέρασε μέσα στον πρώτο γύρο τις ανίκητες Williams.

«Ήταν μια καλή νίκη, σίγουρα» θα έλεγε ο Σένα μετά το θρίαμβό του στο Ντόνινγκτον, «αλλά σε σχέση με το Εστορίλ το ‘85 δεν ήταν τίποτα… Εκεί ο κινητήρας ήταν Turbo, με πολλή παραπάνω ισχύ, χωρίς traction control, με κανονικό κιβώτιο ταχυτήτων».

Το 1988 ο Άιρτον κλήθηκε να κάνει τη μετάβαση από τον Turbo κινητήρα στον ατμοσφαιρικό. Όμως τίποτα δεν τον προβλημάτισε να προσαρμόσει την περίφημη επιδεξιότητά του -να πιέζει το γκάζι με τη δεξιά πλευρά του πέλματος του δεξιού ποδιού ενόσω φρέναρε δυνατά για να κρατήσει τις στροφές ψηλά. Ήταν χρήσιμο ακόμα, παρότι δεν χρειαζόταν πια να κρατά το μοτέρ στις στροφές λειτουργίας του Turbo.

«Η φυσιολογική τεχνική στην είσοδο είναι να είσαι όσο το δυνατόν πιο ομαλός» εξήγησε ο Τακέο Κιούτσι, ο μηχανικός που είχε αναθέσει η Honda στον Σένα το 1990-’92. «Αλλά ο Άιρτον χρησιμοποιούσε το γκάζι για να στείλει περισσότερη ροπή στα ελαστικά για να χειραγωγήσει, από λίγο κάθε φορά, τη γωνία που το αυτοκίνητο στόχευε σε σχέση με τη γωνία που το αυτοκίνητο πραγματικά κατευθυνόταν.

Έτσι αποκτούσε καλύτερη τροχιά προς το apex της εξόδου χωρίς να χρειάζεται να στρίψει τόσο πολύ. Όταν κάναμε τις προσομοιώσεις, ο Άιρτον ήταν ο μόνος οδηγός που ήταν ταχύτερος στην πίστα από ό,τι στην προσομοίωση. Αυτό συνέβαινε διότι δεν μπορούσαμε να προσομοιώσουμε ό,τι έκανε με το γκάζι και πώς επιδρούσε αυτό στο αυτοκίνητο», κατέληξε ο Κιούτσι.

Οι στιγμές της οδηγικής μαγείας του έχουν ήδη απαριθμηθεί και αναλυθεί, 30 χρόνια τώρα: ο τρόπος που αμύνθηκε στις πανίσχυρες Williams των Νάιτζελ Μάνσελ και Αλέν Προστ στο Μονακό το ‘92 και στο Σίλβερστοουν το ΄93, η νίκη με τις αναθυμιάσεις των καυσίμων της Lotus 98T στην Ισπανία το ‘86, η όπισθεν που έβαλε στο τετ-α-κε στη Βαρκελώνη, και βέβαια ο ασύλληπτος και ενάντια σε όλες τις αντιξοότητες θρίαμβος μέσα στο Ιντερλάγκος το 1991. Και τόσες άλλες.

Όμως, εκείνη η νίκη στη Μόντσα το ζεστό εκείνο Σεπτέμβριο του 1992, αν και όχι από τις πιο αξιοσημείωτες, και σίγουρα αρκετά τυχερή, υπήρξε για εκείνους τους δύο έφηβους σε κάποιους τυχαίους δρόμους της Αθήνας μια φιέστα χαράς - δεν ήταν συχνές οι νίκες του Σένα το 1992, όσο φαντάζομαι δεν ήταν συχνό να φώναζε κάποιος στους δρόμους ρυθμικά το όνομα όχι μιας ποδοσφαιρικής ομάδας, αλλά ενός οδηγού της Formula 1. Ναι, ο Άιρτον, ο πολικός μας αστέρας, είχε κερδίσει εκείνο το μεσημέρι.

Κείμενο-Επιμέλεια: Πάνος Διαμάντης

Ροη ειδησεων
Κλεισιμο